ἀποδήμει — ἀ̱ποδήμει , ἀποδημέω to be away from home imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀποδημέω to be away from home pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀποδημέω to be away from home pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀποδημέω to be away… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείσκωψ — ἀείσκωψ ( ωπος), ο (Α) είδος νυχτοκόρακα ή κουκουβάγιας (λατ. Strix aluco). Η ονομασία του προήλθε, κατά τον Αριστοτέλη, από το γεγονός ότι δεν αποδημεί ποτέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σκώψ (= είδος κουκουβάγιας)] … Dictionary of Greek
αποδημητικός — ή, ό (Α ἀποδημητικός, ή, όν) [αποδημώ] αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός νεοελλ. «ἀποδημητικά πτηνά» τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν αρχ. 1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει 2. θνητός … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
ορτυγομήτρα — η (Α ὀρτυγομήτρα) είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα αρχ. κωμικός χαρακτηρισμός τής Λητούς στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, υγος + μήτρα] … Dictionary of Greek
φιλαπόδημος — η, ο / φιλαπόδημος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται αρχ. αυτός που τού αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»] … Dictionary of Greek
επιδημητικός — ή, ό (για πουλιά), που διαρκώς διαμένει στον ίδιο τόπο, που δεν αποδημεί σε βορειότερες ή νοτιότερες χώρες (αντίθ. αποδημητικός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)